αλντούρντημα
(ουσ. ουδ.)
αλντούρντημα
[alˈdurdima]
Μισθ.
Από το ρ. αλντουρντίζω, όπου και τύπ. αλντουρντώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.