ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλογάρης (ουσ. αρσ.) αλογάρης [aloˈɣaris] Ανακ. Από το νεότ. ουσ. ἀλογάρης (Λεξ. Βλαχ., Σομ.), το οπ. από το ουσ. άλογο και το παραγωγ. επίθμ. -άριος > -άρης.
Ιππέας, καβαλάρης : || Φρ. Αλογάρ' οdασί (Το δωμάτιο των καβαλάρηδων˙ κεντρικό δωμάτιο του σπιτιού) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. αλογάτος, ατλής, βορδωνάτος :2, καβαλλάρης, καλλικευτής