ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλούτσι (ουσ. ουδ.) αλούτζι [aˈludzi] Σινασσ. αλούdζ̑ι [aˈluʤi] Σίλ., Φάρασ., Φκόσ. αλούτσ̑ι [aˈlutʃi] Φάρασ. αλΰτσ̑ι [aˈlytʃi] Μισθ. αλούτσ̑' [aˈlutʃ] Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ. αλούσ̑' [aˈluʃ] Αραβαν. ’λούτσ̑ι [ˈlutʃi] Φάρασ. Θηλ. αλούτζ' [aˈlutz] Φερτάκ. Από το τουρκ. ουσ. alıç (< περσ. ālūça = αγριοδαμασκηνιά) = το φυτό κράταιγος (Crataegus monogyna), όπου και διαλεκτ. τύπ. aluç.
1. Άγριο αχλάδι Ανακ. Συνών. αχράδι :1
β. Αγριοαχλαδιά Φάρασ.
2. Είδος μούσμουλου ή αγριοδαμάσκηνου Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. Πβ. αϊβάζι
β. Αγριοδαμασκηνιά ή αγριομουσμουλιά Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ. : || Ασμ. Αν ποίκ' η βάτος κλέπαρο κι η αλούτζ' κουρκουβάτσι
το ζίνζυφο μαράσκενο κι εγώ να μην περ'μένω
((Αν κάνει η βάτος κλέπαρο και η αγριοδαμασκηνιά φρουτάκι
Kαι η τζιτζιφιά δαμάσκηνο τότε δεν θα περιμένω))
Φερτάκ. -Αλεκτ.