αλούτσι
(ουσ. ουδ.)
αλούτζι
[aˈludzi]
Σινασσ.
αλούdζ̑ι
[aˈluʤi]
Σίλ., Φάρασ., Φκόσ.
αλούτσ̑ι
[aˈlutʃi]
Φάρασ.
αλΰτσ̑ι
[aˈlytʃi]
Μισθ.
αλούτσ̑'
[aˈlutʃ]
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
αλούσ̑'
[aˈluʃ]
Αραβαν.
’λούτσ̑ι
[ˈlutʃi]
Φάρασ.
Θηλ.
αλούτζ'
[aˈlutz]
Φερτάκ.
Από το τουρκ. ουσ. alıç (< περσ. ālūça = αγριοδαμασκηνιά) = το φυτό κράταιγος (Crataegus monogyna), όπου και διαλεκτ. τύπ. aluç.
β.
Αγριοαχλαδιά
Φάρασ.
2. Είδος μούσμουλου ή αγριοδαμάσκηνου
Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
Πβ.
αϊβάζι
β.
Αγριοδαμασκηνιά ή αγριομουσμουλιά
Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ.
:
|| Ασμ.
Αν ποίκ' η βάτος κλέπαρο κι η αλούτζ' κουρκουβάτσι
το ζίνζυφο μαράσκενο κι εγώ να μην περ'μένω ((Αν κάνει η βάτος κλέπαρο και η αγριοδαμασκηνιά φρουτάκι
Kαι η τζιτζιφιά δαμάσκηνο τότε δεν θα περιμένω)) Φερτάκ. -Αλεκτ.
το ζίνζυφο μαράσκενο κι εγώ να μην περ'μένω ((Αν κάνει η βάτος κλέπαρο και η αγριοδαμασκηνιά φρουτάκι
Kαι η τζιτζιφιά δαμάσκηνο τότε δεν θα περιμένω)) Φερτάκ. -Αλεκτ.