αλυκάδα
(ουσ. θηλ.)
'λυκάδα
[liˈkaða]
Φάρασ.
Από το επίθ. αλυκός και το παραγωγ. επίθμ. -άδα.
Άλμη, σαλαμούρα
Πβ.
σαλαμούρα