αλούντημα
(ουσ. ουδ.)
αλούνdημα
[aˈlundima]
Μισθ.
Από το ρ. αλουντίζω, όπου και τύπ. αλουνdώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Για ζώα, επιθυμία οχείας