ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλώνω (ρ.) ώνω [ˈono] Φάρασ. Παρατατ. ώνκα [ˈonka] Φάρασ. Παρατατ. ώσω [ˈoso] Φάρασ. Από μεταπλ. του ρ. αλωνίζω. Πβ. αρχ. ρ. ἀλωνάω-ῶ και μεσν. ρ. ἀλωνέω-ῶ.
Αλωνίζω : 'άν'τα ώσω τσ̑όγας (Θα τα αλωνίσω κιόλας) Φάρασ. -Αναστασ. Κουβαλιαίνουμ' στάσ̑ε, βάνουμεν ντα 'ς αώνι, ώνουμεν ντα μο τα βόιδε, μο το τουκάνι (Κουβαλάμε στάχυα, τα βάζουμε στο αλώνι, τα αλωνίζουμε με τα βόδια, με την δουκάνη) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Συνών. αλωνίζω, κιασλαντίζω