αλώνω
(ρ.)
ώνω
[ˈono]
Φάρασ.
Παρατατ.
ώνκα
[ˈonka]
Φάρασ.
Παρατατ.
ώσω
[ˈoso]
Φάρασ.
Από μεταπλ. του ρ. αλωνίζω. Πβ. αρχ. ρ. ἀλωνάω-ῶ και μεσν. ρ. ἀλωνέω-ῶ.
Αλωνίζω
:
'άν'τα ώσω τσ̑όγας
(Θα τα αλωνίσω κιόλας)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Κουβαλιαίνουμ' στάσ̑ε, βάνουμεν ντα 'ς αώνι, ώνουμεν ντα μο τα βόιδε, μο το τουκάνι
(Κουβαλάμε στάχυα, τα βάζουμε στο αλώνι, τα αλωνίζουμε με τα βόδια, με την δουκάνη)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Συνών.
αλωνίζω, κιασλαντίζω