αμαρτωλούμαι
(ρ.)
Αόρ.
αμαρτωλώθην
[amartoˈloθin]
Ανακ.
Μτχ.
αμαρτωλωμένο
[amartoloˈmeno]
Τροχ.
Από το επίθ. αμαρτωλός και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
Αμαρτάνω
ό.π.τ.
:
Αμαρτωλώθην κι ετό και δεν πήε σον Παράδεισο
(Αμάρτησε κι αυτός και δεν πήγε στον Παράδεισο)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Eκεί ανάφ' φωτιά και γατράν'· εκεί πολλά τα αμαρτωλωμένα πετάχ' τα
(Εκεί, ενν. στην κόλαση, ανάβει φωτιά και κατράμι· εκεί (ο Θεός) πετάει πολλούς αμαρτωλούς)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.