ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αμαρτωλούμαι (ρ.) Αόρ. αμαρτωλώθην [amartoˈloθin] Ανακ. Μτχ. αμαρτωλωμένο [amartoloˈmeno] Τροχ. Από το επίθ. αμαρτωλός και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
Αμαρτάνω ό.π.τ. : Αμαρτωλώθην κι ετό και δεν πήε σον Παράδεισο (Αμάρτησε κι αυτός και δεν πήγε στον Παράδεισο) Ανακ. -Κωστ.Α. Eκεί ανάφ' φωτιά και γατράν'· εκεί πολλά τα αμαρτωλωμένα πετάχ' τα (Εκεί, ενν. στην κόλαση, ανάβει φωτιά και κατράμι· εκεί (ο Θεός) πετάει πολλούς αμαρτωλούς) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.