αμαξόνα
(ουσ. ουδ.)
αμαξ̑όνα
[amaˈkʃona]
Αξ.
Πιθ. από τα ουσ. αμάξι και αξόνι = άξονας (βλ. ΙΛΝΕ, λ. αξόνι) με συνδετ. φων. -ο- και ανομοιωτ. απλοποίηση (-aksaks > aks).