αμαζόνα
(ουσ. θηλ.)
αμαζόνα
[amaˈzona]
Ανακ., Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. amazon = α) Αμαζόνα β) πολεμίστρια γ) γυναίκα ιππέας δ) μακριά φαρδιά φούστα ε) κοντό πανωφόρι (< γαλλ. amazone).