ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αμαζόνα (ουσ. θηλ.) αμαζόνα [amaˈzona] Ανακ., Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. amazon = α) Αμαζόνα β) πολεμίστρια γ) γυναίκα ιππέας δ) μακριά φαρδιά φούστα ε) κοντό πανωφόρι (< γαλλ. amazone).
Καθημερινό γυναικείο ένδυμα ό.π.τ. : Αμ αδαρά τα καινούργια τα νυφάδες θέλουν […] μπόλκες, αμαζόνες κι άλλα μπολλά (Αμ οι τωρινές οι νύφες θέλουν πόλκες, αμαζόνες και πολλά άλλα) Σινασσ. -Λεύκωμα Πβ. κουμάσι, ντιμί