ντιμί
(ουσ. ουδ.)
ντιμί
[diˈmi]
Ανακ., Γούρδ.
τιμί
[tiˈmi]
Φλογ.
Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. dimi = δίμιτο ύφασμα < ελλ. δίμιτο (Meyer 1893: 54, Tietze 1955: 217).
2. Εξωτερικό γυναικείο ένδυμα από δίμιτο ύφασμα, σαν μακριά βράκα
Ανακ., Φλογ.