ντιλιτζέκι
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
ντιλιτζέκια
[diliˈdzeca]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. dilcik = α) κλειτορίδα β) γλωσσίδα φυτού γ) διαλεκτ., σταφυλή, όπου και διαλεκτ. τύπ. dilicek = σταφυλή (THADS 4, λ. dilicek I).
Σταφυλή
:
Του γουργουριού τα ντιλιτζέκια
(Οι σταφυλές του λαιμού)
Ανακ.
-Κωστ.Α.