ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντιλιτζέκι (ουσ. ουδ.) Πληθ. ντιλιdζέκια [diliˈdzeca] Ανακ. Από το τουρκ. ουσ. dilcik = α) κλειτορίδα β) γλωσσίδα φυτού γ) διαλεκτ., σταφυλή, όπου και διαλεκτ. τύπ. dilicek = σταφυλή (THADS 4, λ. dilicek I).
Σταφυλή : Του γουργουριού τα ντιλιdζέκια (Οι σταφυλές του λαιμού) Ανακ. -Κωστ.Α.