ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντιλμέ (ουσ. ουδ.) Πληθ. ντιλμέδια [dilˈmeðʝa] Σινασσ. τιλμέδια [tilʹmeðʝa] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. dilme = κόψιμο σε φέτες.
Κομμάτι : Παίρουν ένα τόπ' μεταξωτό, το κόφτουν τιλμέδια τιλμέδια (Παίρνουν ένα τόπι μετάξι, το κόβουν κομμάτια κομμάτια) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. κόμμα :1, μπελίκι :2, ντιλίμι
Τροποποιήθηκε: 07/08/2025