ντιλμέ
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
ντιλμέδια
[dilˈmeðʝa]
Σινασσ.
τιλμέδια
[tilʹmeðʝa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. dilme = κόψιμο σε φέτες.
Κομμάτι
:
Παίρουν ένα τόπ' μεταξωτό, το κόφτουν τιλμέδια τιλμέδια
(Παίρνουν ένα τόπι μετάξι, το κόβουν κομμάτια κομμάτια)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
κόμμα :1, μπελίκι :2, ντιλίμι
Τροποποιήθηκε: 07/08/2025