ντιλεντσεύω
(ρ.)
ντιλεντσεύω
[dilenˈtsevo]
Τελμ.
Aπό το ουσ. ντιλεντζής και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.
Τροποποιήθηκε: 11/07/2025