ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντιλεντσεύω (ρ.) ντιλεντσεύω [dilenˈtsevo] Τελμ. Aπό το ουσ. ντιλεντζής και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.
Ζητιανεύω : Αν διν έχει να φάει ας ντιλεντσέψει κι ας φάει· κλέφτης να μην 'ένει (Αν δεν έχει να φάει, ας ζητιανέψει κι ας φάει· κλέφτης να μη γίνει) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. γυρεύω, ζητώ