ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντιλεντζής (ουσ. αρσ.) ντιλενdζ̑ής [dilenˈdʒis] Αραβαν., Σίλ., Τελμ. ντιλεντσής [dilenˈtsis] Μαλακ. ντιλεντσ̑ής [dilenˈtʃis] Αραβαν. τιλεντσ̑ής [tilenˈtʃis] Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. Θηλ. τιλεντσ̑ίσσα [tilenˈtʃisa] Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. Από το τουρκ. ουσ. dilenci (< παλ. τουρκ. tilen-) = ζητιάνος, όπου και διαλεκτ. τύπ. dilençi.
Ζητιάνος ό.π.τ. : Εκείνο ναίκα σόνgρα έν'νε ντιλενdζής (Εκείνη η γυναίκαι μετά έγινε ζητιάνα) Αραβαν. -Dawk. Εκιού τση ώρα ηρτεν ένα φι̂καρά ντιλενdζ̑ής (Εκείνη την ώρα ήρθε ένας φτωχός ζητιάνος) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Κιάτ' αγάπειν̑ι ψέματα, 'ένηκι ζινgάνους, ντιλενdζ̑ής (Εκείνος που αγαπούσε τα ψέματα, έγινε γύφτος, ζητιάνος) Σίλ. -Dawk.JHS || Παροιμ. Σο ντιλεντσ̑ής έντωκαν χ̇ι̂γιάρ και σταβρό ναι ντεγί, ντεν ντo πήρε (Στο ζητιάνο έδωσαν αγγούρι, και ισχυριζόμενος ότι είναι στραβό, δεν το πήρε˙ Για τους ψωροπερήφανους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. απτάλης, γιολτζής, ζητιέρης, ντεσιριτζής