ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντιλέκι (ουσ. ουδ.) ντιλέκ' [diˈlek] Αξ. ντιλέτσ' [diˈlets] Μισθ. ντιλέτ͑' [diˈletʰ] Μισθ. Πληθ. ντιλέκια [diˈleca] Αξ. ντιλέχ' [diˈlex] Τελμ. Από το τουρκ. ουσ. dilek = α) επιθυμία, βούληση β) αίτημα, παράκληση. Πβ. ντιλεντίζω
1. Επιθυμία Αξ. : Το σον το ντιλέκ’ λίγο ζόρ’ ’ναι, άμ-μα να ντρανήσω να το μποίκω (Η δικιά σου επιθυμία είναι λίγο δύσκολη, αλλά θα κοιτάξω να την πραγματοποιήσω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ούτσ̑α όρ'σαν τα ντιλέκια τ'νε και παίσ̑καν (Έτσι όρισαν τις επιθυμίες τους και πήγαιναν) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. γάλπι :3, θέλημα, μεράκι, μουράτι, χασιρέτι
2. Παράκληση, αίτημα, χάρη Αξ. : Απ’ εσέ κρεύω ντερέ ένα ντιλέκ’, ετό το ξύλο να κλίν’ ν΄ αναβεί η εγελφή μ’, και πάλ’ να σηκωχεί (Από σένα ζητάω τώρα μια χάρη, αυτό το δέντρο να γείρει, ν’ ανεβεί η αδελφή μου και πάλι να σηκωθεί) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Φρ. Κρεύω ντιλέκια (Γυρεύω αιτήματα˙ Ζητάω χάρες) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. παρακάλημα
3. Ευχή ή κατάρα Μισθ., Τελμ. : Να πάτε σο σπίτι, το ντιλέχ' σας πιάστηκε (Nα πάτε στο σπίτι, η ευχή σας έπιασε) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.