ντιλέκι
(ουσ. ουδ.)
ντιλέκ'
[diˈlek]
Αξ.
ντιλέτσ'
[diˈlets]
Μισθ.
ντιλέτ͑'
[diˈletʰ]
Μισθ.
Πληθ.
ντιλέκια
[diˈleca]
Αξ.
ντιλέχ'
[diˈlex]
Τελμ.
Από το τουρκ. ουσ. dilek = α) επιθυμία, βούληση β) αίτημα, παράκληση, όπου και διαλεκτ. τύπ. dileh.
Πβ.
ντιλεντίζω
2. Παράκληση
Αξ.
:
|| Φρ.
Κρεύω ντιλέκια
(Γυρεύω αιτήματα˙ Ζητάω χάρες)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
παρακάλημα
3. Ευχή ή κατάρα
Μισθ., Τελμ.
:
Να πάτε σο σπίτι, το ντιλέχ' σας πιάστηκε
(Nα πάτε στο σπίτι, η ευχή σας έπιασε)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.