ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χασιρέτι (ουσ.) χασ̑ρέτ͑ι [xaʃˈretʰi] Φάρασ. χασρέσ̑' [xasˈreʃ] Αραβαν. χασιρέτ' [xaˈsiret] Δίλ., Ουλαγ. χασ̑ιρέτ͑ιν [xaʃiˈretʰin] Φάρασ. χασ̑ιρα̈́τ͑ι [xaʃiˈrætʰi] Αφσάρ. χασ̑ιρέτης [xaʃiˈretis] Ανακ. Πληθ. χαστρέτια [xaˈstretça] Ποτάμ. Από το τουρκ. ουσ. hasret (< αραβ. ḥasra(t)) = α) νοσταλγία β) διακαής πόθος, όπου και διαλεκτ. τύπ. hasiret.
1. Νοσταλγία Αραβαν., Αφσάρ., Φάρασ. : || Φρ. Έπ'κεν ντο χασ'ρέσ̑' (Τον έκανε νοσταλγία˙ Τον νοστάλγησε) Αραβαν. -Φωστ.
2. Επιθυμία, πόθος Αφσάρ., Ουλαγ., Φάρασ. : || Φρ. Πήε σε χασιρέτ' (Πήγε εσένα επιθυμία˙ Σε επιθύμησε) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. γάλπι :3, θέλημα, μεράκι, μουράτι, ντιλέκι
3. Ξενιτεμένος που τον επιθυμούμε, ποθητός Ανακ., Αραβ., Δίλ., Ποτάμ., Φάρασ. : Παναΐα να σε καβουσ̑τουρντισ' το χασ̑ιρέτη σ' (Η Παναγία να σε σε ανταμώσει με τον ξενιτεμένο σου· ως ευχή) Ανακ. -Κωστ.Α. Αν έχ’ ση ξενιτιά χασιρέτια, δε μπορ’ να δώκ’ ψ̑υή (Αν έχει στην ξενιτιά ξενιτεμένους που πεθυμάει, δεν μπορεί να ξεψυχήσει) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Aς έρθουν τα χαστρέτια σου (Ας έρθουν οι ξενιτεμένοι σου) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ328