χασιρέτι
(ουσ.)
χασ̑ρέτ͑ι
[xaʃˈretʰi]
Φάρασ.
χασρέσ̑'
[xasˈreʃ]
Αραβαν.
χασιρέτ'
[xaˈsiret]
Δίλ., Ουλαγ.
χασ̑ιρέτ͑ιν
[xaʃiˈretʰin]
Φάρασ.
χασ̑ιρα̈́τ͑ι
[xaʃiˈrætʰi]
Αφσάρ.
χασ̑ιρέτης
[xaʃiˈretis]
Ανακ.
Πληθ.
χαστρέτια
[xaˈstretça]
Ποτάμ.
Από το τουρκ. ουσ. hasret (< αραβ. ḥasra(t)) = α) νοσταλγία β) διακαής πόθος, όπου και διαλεκτ. τύπ. hasiret.
1. Νοσταλγία
Αραβαν., Αφσάρ., Φάρασ.
:
|| Φρ.
Έπ'κεν ντο χασ'ρέσ̑'
(Τον έκανε νοσταλγία˙ Τον νοστάλγησε)
Αραβαν.
-Φωστ.
2. Επιθυμία, πόθος
Αφσάρ., Ουλαγ., Φάρασ.
:
|| Φρ.
Πήε σε χασιρέτ'
(Πήγε εσένα επιθυμία˙ Σε επιθύμησε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
γάλπι :3, θέλημα, μεράκι, μουράτι, ντιλέκι
3. Ξενιτεμένος που τον επιθυμούμε, ποθητός
Ανακ., Αραβ., Δίλ., Ποτάμ., Φάρασ.
:
Παναΐα να σε καβουσ̑τουρντισ' το χασ̑ιρέτη σ'
(Η Παναγία να σε σε ανταμώσει με τον ξενιτεμένο σου· ως ευχή)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Αν έχ’ ση ξενιτιά χασιρέτια, δε μπορ’ να δώκ’ ψ̑υή
(Αν έχει στην ξενιτιά ξενιτεμένους που πεθυμάει, δεν μπορεί να ξεψυχήσει)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Aς έρθουν τα χαστρέτια σου
(Ας έρθουν οι ξενιτεμένοι σου)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ328