ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χασεύω (ρ.) χασεύω [xa'sevo] Μαλακ., Σινασσ., Τζαλ. χασ̑εύω [xa'ʃevo] Αξ., Φλογ. χασ̑εύου [xa'ʃevu] Μισθ., Φάρασ. Αόρ. χάσεψα ['xasepsa] Μαλακ. χάσιψα ['xasipsa] Μαλακ., Μισθ. Παθ. χασ̑εύουμαι [xa'ʃevume] Αξ. Αόρ. Παθ. χάσ̑ιπτα [ˈxaʃipta] Φάρασ. Μτχ. χασ̑εμένου [xaʃeˈmenu] Φάρασ. χασ̑ιμένου [xaʃiˈmenu] Μαλακ. Από το τουρκ. ρ. haş(la)mak = α) βράζω β) ζεματίζω. Πβ. και ΙΛΝΕ, λ. αποχασ̑εύω.
1. Βράζω ό.π.τ. Συνών. βράζω :1, ζένω, χασλαντίζω, ψήνω
β. Ζεματίζω ό.π.τ. : Τα τσόλα μας τα χασέψανε στην καραντίνα (Τα ρούχα μας τα ζεματίσανε στην καραντίνα ) Μαλακ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β 'φότ' σε λούσ', να σε χασ̑έψ̑ει (Την ώρα πο σε λούζει, θα σε ζεματίσει ) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
γ. Κοχλάζω Μισθ.
2. Ψήνω Αξ., Μισθ., Σινασσ. Συνών. ψήνω
3. Μτφ., κλέβω Μαλακ. Συνών. καπτώ, κλέβω, κουρτώ, κρύβω
4. Η παθ. μτχ., πολύ ζεστός, καυτός Μαλακ., Φλογ.