χασεύω
(ρ.)
χασεύω
[xa'sevo]
Μαλακ., Σινασσ., Τζαλ.
χασ̑εύω
[xa'ʃevo]
Αξ., Φλογ.
χασ̑εύου
[xa'ʃevu]
Μισθ., Φάρασ.
Αόρ.
χάσεψα
['xasepsa]
Μαλακ.
χάσιψα
['xasipsa]
Μαλακ., Μισθ.
Παθ.
χασ̑εύουμαι
[xa'ʃevume]
Αξ.
Αόρ. Παθ.
χάσ̑ιπτα
[ˈxaʃipta]
Φάρασ.
Μτχ.
χασ̑εμένου
[xaʃeˈmenu]
Φάρασ.
χασ̑ιμένου
[xaʃiˈmenu]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. haş(la)mak = α) βράζω β) ζεματίζω. Πβ. και ΙΛΝΕ, λ. αποχασ̑εύω.
β.
Ζεματίζω
ό.π.τ.
:
Τα τσόλα μας τα χασέψανε στην καραντίνα
(Τα ρούχα μας τα ζεματίσανε στην καραντίνα
)
Μαλακ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
'φότ' σε λούσ', να σε χασ̑έψ̑ει
(Την ώρα πο σε λούζει, θα σε ζεματίσει
)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
γ.
Κοχλάζω
Μισθ.
4. Η παθ. μτχ., πολύ ζεστός, καυτός
Μαλακ., Φλογ.