ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χασάπης (ουσ. αρσ.) qασάπης [qa'sapis] Φλογ. χασάπης [xa'sapis] Αξ. χασάπ' [xaˈsap] Αραβ., Φάρασ. γασάπης [ɣa'sapis] Φάρασ. γασάπ' [ɣa'sap] Φάρασ. γασάπ͑' [ɣa'sapʰ] Φάρασ. κασάπ' [ka'sap] Φερτάκ. qασαπτζ̑ής [qasap'dʒis] Φάρασ. Αιτ. Εν. qασάπ' [qa'sap] Φλογ. Πληθ. qασάποι [qa'sapi] Φάρασ. Νεότ. ουσ. χασάπης και κασάπης (Mackridge 2021: 117), τα οπ. από το τουρκ. ουσ. kasap, όπου και διαλεκτ. τύπ. hasap = χασάπης. Ο τύπ. qασαπτζ̑ής από το παλ. τουρκ. ουσ. kasapçı.
1. Χασάπης ό.π.τ. : Έγελφη, χασάπης ακόνιζ̑' τα μαχαίρια, γούλτω με (Αδελφή, ο χασάπης ακονίζει τα μαχαίρια, γλύτωσέ με) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ηύρε α qασαπτζ̑ής (Βρήκε έναν χασάπη) Φάρασ. -Dawk. Γιαχουdής πήγεν σ’ ένα qασάπης (Ο Εβραίος πήγε σε έναν χασάπη) Φλογ. -Dawk. Ντεν ηύραν κιριάτα σο κασάπ (Δεν βρήκαν κρέατα στον χασάπη) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ψ̑ήσε με έξε ίνgες qαbάb, λάκιν ασ' σο φιλάν ντο qασάπ' να φέρεις το κιριάς (Ψήσε μου έξι ουγγιές κρέας, μα πάρε το κρέας από εκείνον και εκείνον τον χασάπη) Φλογ. -Dawk. Εμείς τζ̑ο bορούμε να πάρουμε στις qασάποι κρα̈́ς (Εμείς δεν μπορούμε να πάρουμε κρέας από τους χασάπηδες) Φάρασ. -Dawk. || Παροιμ. 'α φάω του βιλλοΰ μου τό κρας· σό γασάπη μουννα̈́τιν τζ̑ο φτένω (Θα φάω της ψωλής μου το κρέας· στο χασάπη χρέος δεν ανοίγω˙ πρέπει κανείς να βολεύεται με ό,τι έχει, και να μην δημιουργεί χρέη ζητώντας καλύτερα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Σφαγέας Φάρασ.