ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαρτζευώνω (ρ.) χαρτζ̑ευώνω [xardʒeˈvono] Φάρασ. Αόρ. χαρτσ̑άουσα [xarˈtʃausa] Αφσάρ. Αγν. ετυμ. Πβ. ποντ. χαρτσουλώνω = διασκελίζω (αγν. ετὐμ., βλ. Παπαδόπουλος 1958-1961: λ. χαρτσουλώνω) αλλά και ποντ. χατρατζώνω και χατριτζώνω = κάθομαι με τα πόδια ανοιχτά, αγν. ετυμ. σύμφωνα με τον Παπαδόπουλο (1958-1961: λ. χατριτζώνω), πιθ. από τουρκ. διαλεκτ. ουσ. ayrıç = διχάλα.
1. Πηδώ, σκιρτώ ό.π.τ.
2. Ανοίγω τα σκέλη Φάρασ.