χαρμάνι
(ουσ.)
χαρμάν'
[xarˈman]
Δίλ., Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. harman = α) σωρός σπόρου για αλώνισμα β) αλώνισμα γ) σοδειά δ) μείγμα ε) σκουπιδοσωρός στ) χαρμάνιασμα, στέρηση. Η σημ. αλώνι από το τουρκ. φρ. harman yeri = αλώνι.
1. Μείγμα
Μισθ.
:
Γαρισdούρδα ντα τσι μποίκι ντα 'να χαρμάν'
(Ανακάτεψέ τα και κάν' το ένα μείγμα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Αλώνι
Δίλ., Φλογ.
:
|| Φρ.
Καγιά χαρμάν'
(Πέτρα του αλωνιού˙ Αλώνι στρωμένο με μονοκόμματη πέτρινη πλάκα )
Δίλ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
αλώνι, κες
β.
Η ηλιακή άλως
:
Χαρμάν’ έχ’ όλιος
(Ο ήλιος έχει άλω
)
Φλογ., Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Όλιος χαρμανού 'ναι, να βρέξ'
(Ο ήλιος είναι με άλω, θα βρέξει
)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812