χαρτζιλίκι
(ουσ.)
χαρτζιλούχ'
[xarˈdzilux]
Μισθ.
χαρτζιλίχ'
[xardziˈlix]
Σινασσ.
χαρτσιλούχ'
[xarˈtsilux]
Μισθ.
χαρσλι̂́χ'
[xarˈslɯx]
Αξ.
χασ̑λίχ̇ι
[xaˈʃlixi]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
χασλίχ'
[xaˈslix]
Μπέηκ.
χασ̑λι-έχι
[xaˈʃlieçi]
Φάρασ.
χασ̑λί-έχ̇ι
[xaʃlιˈexi]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. χαρτζιλίκι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. harçlık
Χαρτζιλίκι
ό.π.τ.
:
Ντιλεdίζω α χασ̑λι-έχι. Πείνασαμε
(Ζητώ ένα χαρτζιλίκι. Είμαστε πεινασμένοι)
Φάρασ.
-Dawk.
Ντώσ' μι λίου ντου τσ̑ικίνι μ', να σι ντώκου ντου χαρτσ̑ιλούχ΄ σ'
(Δώσ' μου λίγο το τσικίνι μου, να σου δώσω το χαρτζιλίκι σου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ο μπαμπάς σας έχ' τόσον καιρό να πιτάξ' χαρτζιλίχ
(Ο μπαμπάς σας έχει τόσον καιρό να στείλει χρήματα από την Πόλη)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Δούλεψαν Αρακιλιώτ' να κάνουν λίγο χασλίχ'
(Δούλεψαν οι πρόσφυγες από το Έρεγλι, για να εξοικονομήσουν λίγα χρήματα)
Μπέηκ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Γιάτε να σες πουλήσω, να πάρω λαΐκκο χασ̑λι-έχι, να υπάγω σην Πόλη να γλυτώσετε ασ' τ' εμένα
(Ελάτε να σας πουλήσω, να πάρω λίγο χαρτζιλίκι, να πάω στην Πόλη να γλυτώσετε από μένα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.