ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαρτζιλίκι (ουσ.) χαρτζιλούχ' [xarˈdzilux] Μισθ. χαρτζιλίχ' [xardziˈlix] Σινασσ. χαρτσιλούχ' [xarˈtsilux] Μισθ. χαρσλι̂́χ' [xarˈslɯx] Αξ. χασ̑λίχ̇ι [xaˈʃlixi] Αφσάρ., Τσουχούρ. χασλίχ' [xaˈslix] Μπέηκ. χασ̑λι-έχι [xaˈʃlieçi] Φάρασ. χασ̑λί-έχ̇ι [xaʃlιˈexi] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. χαρτζιλίκι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. harçlık
Χαρτζιλίκι ό.π.τ. : Ντιλεdίζω α χασ̑λι-έχι. Πείνασαμε (Ζητώ ένα χαρτζιλίκι. Είμαστε πεινασμένοι) Φάρασ. -Dawk. Ντώσ' μι λίου ντου τσ̑ικίνι μ', να σι ντώκου ντου χαρτσ̑ιλούχ΄ σ' (Δώσ' μου λίγο το τσικίνι μου, να σου δώσω το χαρτζιλίκι σου) Μισθ. -Κοτσαν. Ο μπαμπάς σας έχ' τόσον καιρό να πιτάξ' χαρτζιλίχ (Ο μπαμπάς σας έχει τόσον καιρό να στείλει χρήματα από την Πόλη) Σινασσ. -Τακαδόπ. Δούλεψαν Αρακιλιώτ' να κάνουν λίγο χασλίχ' (Δούλεψαν οι πρόσφυγες από το Έρεγλι, για να εξοικονομήσουν λίγα χρήματα) Μπέηκ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Γιάτε να σες πουλήσω, να πάρω λαΐκκο χασ̑λι-έχι, να υπάγω σην Πόλη να γλυτώσετε ασ' τ' εμένα (Ελάτε να σας πουλήσω, να πάρω λίγο χαρτζιλίκι, να πάω στην Πόλη να γλυτώσετε από μένα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.