χασατλής
(επίθ.)
χασ̑ατλού
[xaʃatˈlu]
Μισθ.
Πιθ. από το τουρκ. επίθ. hasılatlı = α) αυτός που παράγει β) που φέρνει κέρδος, με αποβολή του μεσοφωνηεντικού [l].