χάρτζημα
(ουσ. ουδ.)
χάρτζημα
[ˈxardzima]
Μισθ.
Από το ρ. χαρτζεύω (θ. χαρτζη-) και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Ξόδεμα χρημάτων ή αγαθών