ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χάρπανταν (επίρρ.) χάρπαdαν [ˈxarpadan] Αραβαν., Ουλαγ. χάρμπαdαν [ˈxarbadan] Μισθ. Από το τουρκ. επίρρ. harpadan = τελείως.
1. Αμέσως, μονομιάς ό.π.τ. : Χάρμπαdαν έφ'χιν απ΄ του τόπου τ’ (Αμέσως έφυγε από την θέση του) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. άνιντε, αψά, αψούτσικα, αρέ, χεμέν
2. Ξαφνικά, απροσδόκητα Ουλαγ. Συνών. άξαφνα, άπανσιζ, χαμπαρσίζια