χαρίμ
(επίθ.)
χαρι̂́μ
[xaˈrɯm]
Τροχ.
Από το τουρκ. επίθ. επιθ. harın =α) για ζώο, ατίθασος, πεισματάρης β) διαλεκτ., άνθρωπος χωρίς αντοχή και ευελιξία γ) τεμπέλης (THADS, λ. harın I).
Τεμπέλης
Συνών.
αβαράς :1, οκνιάρης :1, οκνός, τεμπέλης, Αντίθ
δουλευτάρος, δουλευτής
Τροποποιήθηκε: 27/06/2025