ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αβαράς (επίθ.) αβαράς [avaˈras] Τσουχούρ., Φάρασ. αβαρά [avaˈra] Μαλακ., Μισθ. Πληθ. αβαράδια [avaˈraðʝa] Μαλακ. Από το τουρκ. επίθ. avare = ακαμάτης, όπου και διαλεκτ. τύπ. avara.
1. Ακαμάτης, άεργος Μαλακ., Φάρασ. : Τέινα η συννύφ’σα πλέσκινι τσοράπα, τάου παλί καθούτουνι αβαράς (Η μία συννυφάδα έπλεκε κάλτσες, η άλλη όμως καθόταν άεργη) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. άδειος, οκνιάρης :1, οκνός, τεμπέλης, Αντίθ δουλευτάρος, δουλευτής :2
2. Αργός, νωθρός, βραδυκίνητος Μισθ. Συνών. βαρύς, γαλπαζάνος, μιζμίζης, Αντίθ αψύς
3. Άνεργος Φάρασ.