αβαράς
(επίθ.)
αβαράς
[avaˈras]
Τσουχούρ., Φάρασ.
αβαρά
[avaˈra]
Μαλακ., Μισθ.
Πληθ.
αβαράδια
[avaˈraðʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. avare = ακαμάτης, όπου και διαλεκτ. τύπ. avara.
1. Ακαμάτης, άεργος
Μαλακ., Φάρασ.
:
Τέινα η συννύφ’σα πλέσκινι τσοράπα, τάου παλί καθούτουνι αβαράς
(Η μία συννυφάδα έπλεκε κάλτσες, η άλλη όμως καθόταν άεργη)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
άδειος, οκνιάρης :1, οκνός, τεμπέλης, Αντίθ
δουλευτάρος, δουλευτής :2
3. Άνεργος
Φάρασ.