ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αβγωσιά (ουσ. θηλ.) οβγωσ̑ά [ovɣoˈʃa] Μισθ. Από το ν.ε. διαλεκτ. ρ. αβγώνω (ΙΛΝΕ, λ. ἀβγώνω) και το παραγωγ. επίθμ. -σία. Ο τύπ. οβγωσ̑ά αναλογ. προς τον τύπ. οβγό.
Το σύνολο των αβγών που συλλαμβάνονται στις ωοθήκες της κότας : Το ορνίχ’ πιάν’ μέσ̑η τ’ οβγωσ̑ές (Η κότα πιάνει μέσα της σύνολο αβγών) Μισθ. -Κωστ.Μ.