ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αβίς (επίρρ.) αβίς [aˈvis] Τσουχούρ., Φάρασ. Αγν. ετύμ., πιθ. σχετίζεται με το παλαιότ. τουρκ. (< περσ.) επίθ. âgun = ανάποδος, αντεστραμμένος, αναποδογυρισμένος. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να σχετίζεται με το επίθ. άλλος, όπου και τύπ. άβ’.
1. Ανάποδα ό.π.τ. : ’αχτ’σεν το τραπέζι, ’ύρ’σεν ντα αβίς (Κλότσησε το τραπέζι, το αναποδογύρισε) Φάρασ. -Dawk. || Φρ. ’ύρτσ̑ιν το κατσί αβίς (Γύρισε ανάποδα τον λόγο του˙ άλλαξε αυτά που έλεγε, άρχισε να λέει τα αντίθετα) Τσουχούρ. -Αναστασ.Ιδ. Συνών. ανακούπα, κούπα, κούπαλλαϊ, ντεβρέδια
2. Αλλιώς, διαφορετικά Φάρασ. : Τό ’ργο ’υρίστει αβίς (Η δουλειά εξελίχτηκε αλλιώς (σε σχέση με τα αναμενόμενα)) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.