αβίς
(επίρρ.)
αβίς
[aˈvis]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Αγν. ετύμ., πιθ. σχετίζεται με το παλαιότ. τουρκ. (< περσ.) επίθ. âgun = ανάποδος, αντεστραμμένος, αναποδογυρισμένος. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να σχετίζεται με το επίθ. άλλος, όπου και τύπ. άβ’.
1. Ανάποδα
ό.π.τ.
:
’αχτ’σεν το τραπέζι, ’ύρ’σεν ντα αβίς
(Κλότσησε το τραπέζι, το αναποδογύρισε)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Φρ.
’ύρτσ̑ιν το κατσί αβίς
(Γύρισε ανάποδα τον λόγο του˙ άλλαξε αυτά που έλεγε, άρχισε να λέει τα αντίθετα)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Ιδ.
Συνών.
ανακούπα, κούπα, κούπαλλαϊ, ντεβρέδια
2. Αλλιώς, διαφορετικά
Φάρασ.
:
Τό ’ργο ’υρίστει αβίς
(Η δουλειά εξελίχτηκε αλλιώς (σε σχέση με τα αναμενόμενα))
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.