κούπαλλαϊ
(επίρρ.)
κούπαλλαϊ
[ˈkupalai]
Μισθ.
κούπαλα
[ˈkupala]
Αξ.
Από το διαλεκτ. ουσ. κούπα και το ουσ. αλλάγι, όπου και τύπ. αλλάι. Πβ. δεξιάλλαϊ.
1. Μπρούμυτα
ό.π.τ.
:
Πηάζουμι τρία τέσσερα ασκελήμες, ρίφτουν κουπαλάι
(Με πάνε τρία τέσσερα βήματα, με ρίχνουν κάτω μπρούμυτα)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 755
Συνών.
κούπα
2. Ανάποδα
Μισθ.
:
Χέκι ντου κούπαλαϊ τσι έλα τσ̑αού
(Βάλ' το ανάποδα και έλα εδώ)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
αβίς, ανακούπα, κούπα :3, ντεβρέδια