ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κούπαλλαϊ (επίρρ.) κούπαλλαϊ [ˈkupalai] Μισθ. κούπαλα [ˈkupala] Αξ. Από το διαλεκτ. ουσ. κούπα και το ουσ. αλλάγι, όπου και τύπ. αλλάι. Πβ. δεξιάλλαϊ.
1. Μπρούμυτα ό.π.τ. : Πηάζουμι τρία τέσσερα ασκελήμες, ρίφτουν κουπαλάι (Με πάνε τρία τέσσερα βήματα, με ρίχνουν κάτω μπρούμυτα) Μισθ. -ΙΛΝΕ 755 Συνών. κούπα
2. Ανάποδα Μισθ. : Χέκι ντου κούπαλαϊ τσι έλα τσ̑αού (Βάλ' το ανάποδα και έλα εδώ) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. αβίς, ανακούπα, κούπα :3, ντεβρέδια