κουντουρμάς
(ουσ. αρσ.)
γουτουρμάς
[ɣuturˈmas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kudurma = λύσσα.
Λύσσα
:
Να φάς το γουτουρμά σου!
(Να φάς τα λυσσιακά σου! αρά)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.