ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουντούρα (ουσ. θηλ.) κονdούρα [konˈdura] Ποτάμ. κουνdούρα [kunˈdura] Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ. κουdούρα [kuˈdura] Σίλ. κουdίρα [kuˈdira] Φερτάκ. κούνdουρα [ˈkundura] Μισθ., Φλογ. κόνdουρα [ˈkondura] Αξ. σκουdούρα [skuˈdura] Σίλ. Αρσ. γουνdουράς [ɣunduˈras] Φάρασ. Πληθ. κουνdούρες [kunˈdures] Αραβαν., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ. γούνdουρις [ˈɣunduris] Μισθ. γουντ'ράδα [ɣunˈdraða] Τσουχούρ. Μεσν. ουσ. κουντούρα, το οπ. από το τουρκ. ουσ. kundura = υπόδημα. Κατά τον Συμεωνίδη (Symeonidis 1973: 180) και τον Καραποτόσογλου (1988: 44) αντιδάν. από το ελλ. επίθ. κόντουρος = κοντός. Ο Nişanyan (2002-2022) προτιμά μιά ετυμολόγ. της τουρκ. λ. από το αρχ. ουσ. κόθορνος.
Είδος υποδήματος ό.π.τ. : Πάλιωσεν τουνανού το κουνdούρα (Πάλιωσε ενός από αυτούς το παπούτσι) Σίλατ. -Dawk. Τρία φοράμ λαφρά λαφρά με το qούντουρα τ' φάιζεν θύρα (Tρεις φορές ελαφρά ελαφρά χτύπαγε την πόρτα με το παπούτσι της) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ήθελαν τζόλια να φορέσουν, κουνdούρες, ψωμί, κριάς (Χρειάζονταν ρούχα να φορέσουν, παπούτσια, ψωμί, κρέας) Σινασσ. -Αρχέλ. Σκουdούρες μου πάλιουσασ̑ι (Τα παπούτσια μου πάλιωσαν) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κουντούρες τα ήλεαμ', παπούτσ̑α δεν ήλεαμ' (Τα λέγαμε κουντούρες, δεν λέγαμε παπούτσια) Σίλατ. -ΙΛΝΕ 812 Ντα γούνdουρις τσ̑είνdι σου σενdίρ απ'κάτ' (Τα παπούτσια είναι κάτω από το ντιβάνι) Μισθ. -Φατ. Άμα ντε παίνισ̑κάν ντουλειά, γούνdουρις φόρειναν (Αν δεν πήγαιναν στην δουλειά, φορούσαν κοντούρες) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Λαστιχώνα γουντ'ράδα (Λαστιχένια παπούτσια) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Ασ' σο Έντεκε ερούτανε σαπώνια, ασ' σο Πρεκόπ' πανιά και qούντουρες (Από την Αντιόχεια έρχονταν σαπούνια, από το Προκόπι υφάσματα και παπούτσια) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811