Κούντουρος
(ουσ. αρσ.)
Κούντουρος
[ˈkunduros]
Τελμ.
Κόντζορος
[ˈkondzoros]
Φάρασ.
Από το μεσν. επίθ. κόντουρος = α) α κολοβός ή με κοντή ουρά β) κοντός, βραχύσωμος. Η λ. και Πόντ. με σημ. 'Φεβρουάριος’ και Κ. Ιταλ. με την σημ. 'μικρόσωμος’. Πβ. και τουρκ. διαλεκ. επίθ. kundur = α) που εχει κοντά μαλλιά β) κοντός, μικρόσωμος γ) που έχει κοντή ουρά, δάν. από την ελλ. (Tzitzilis 1989α: 65).
Ο μήνας Φεβρουάριος
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Κουνdουρίζ̑' και καλοκαιρ'νά μυρίζ̑'
(Ο Φλεβάρης φλεβίζει και καλοκαίρι μυρίζει˙ Ο ερχομός του Φεβρουαρίου σημαίνει ότι το καλοκαίρι πλησιάζει)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
Γκουτσούκος, Κούτσουρος