ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουπέ (ουσ.) κουπέ [kuˈpe] Μαλακ. κιουπά [cuˈpa] Μισθ. κουπές [kuˈpes] Φάρασ. Πληθ. κουπέδια [kuˈpeðʝa] Ανακ., Μαλακ., Φλογ. κ͑ουπάδα [kʰuˈpaða] Κίσκ. Από το τουρκ. ουσ. küpe = σκουλαρίκι, όπου και διαλεκτ. τύπ. kupe.
Σκουλαρίκι ό.π.τ. : Ένα ζ̑υ κουπέδια (Ένα ζευγάρι σκουλαρίκια) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Δεβάσκαν σα τία κ͑ουπάδα (Πέρναγαν σκουλαρίκια στα αφτιά) Κίσκ. -ΚΜΣ-ΚΠ376 Συνών. βέργα, κερκέλλι