κουπέ
(ουσ.)
κουπέ
[kuˈpe]
Μαλακ.
κιουπά
[cuˈpa]
Μισθ.
κουπές
[kuˈpes]
Φάρασ.
Πληθ.
κουπέδια
[kuˈpeðʝa]
Ανακ., Μαλακ., Φλογ.
κ͑ουπάδα
[kʰuˈpaða]
Κίσκ.
Από το τουρκ. ουσ. küpe = σκουλαρίκι, όπου και διαλεκτ. τύπ. kupe.