ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουπές (ουσ. αρσ.) κουπές [kuˈpes] Ποτάμ., Σινασσ., Τροχ., Τσελτ. κουbέ [kuˈbe] Ποτάμ., Φάρασ. γουπές [ɣuˈpes] Τσελτ. γουπέ [ɣuˈpe] Μισθ., Τσαρικ. Πληθ. κουπέε [kuˈpee] Μισθ., Τσαρικ., Τσελτ. γουπέια [ɣuˈpeia] Μισθ. γουπα̈́α [ɣuˈpæa] γουπέις [ɣuˈpeis] Μισθ. Από το νεότ. ουσ. κουμπές, το οπ. από το τουρκ. ουσ. kubbe = τρούλος, θόλος.
Τρούλος, θόλος ό.π.τ. : Εξ κουπέε 'ς τὄναν ντου γιάν' τσ̑' εξ κουπέε 'ς τ' άλλου ντου γιάν' (Έξι τρούλοι στην μιά την πλευρά κι έξι τρούλοι στην άλλη την πλευρά) Μισθ. -ΙΛΝΕ Ποίκαμ’ ντώικα κουπέις (Φτιάξαμε δώδεκα τρούλους) Μισθ. -Κωστ.Μ. «Νεκκλησ̑ά να 'ου σκεπάσου», λέ'· «Τιάλ' να 'ου σκεπάσου;», λέ'· ιτό μάνα τ' λέ': «Ογλού μ'», λέ', «ποίκι του γουπα̈́α», λέ' («Την εκκλησία να την σκεπάσω», λέει· «Πώς να την σκεπάσω;», λέει· αυτή η μάνα του λέει, «Παιδί μου, κάνε του τρούλους», λέει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Η Αγιά Βαρβάρα και πάνω σον κουμπέ πάλι πέτρες είχε (Η εκκλησία της Αγ. Βαρβάρας είχε πέτρες και πάνω στον τρούλο της) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ322 || Φρ. Ξειλάει κουbέ τζης (Πέφτει με τον τρούλο της˙ πέφτει μπρούμυτα) Φάρασ. -Καρολ. Συνών. τσατμά :1