κούρασμα
(ουσ. ουδ.)
κούρασμα
[ˈkurazma]
Γούρδ.
Από το αορ. θ. του ρ. κουράζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Κούραση
Συνών.
γιοργουνή, γιορούλντημα, κάματος, κουρασιά