κούρασμα
(ουσ. ουδ.)
κούρασμα
[ˈkurazma]
Γούρδ.
Από το αορ. θ. του ρ. κουράζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Κούραση
Συνών.
γιοργούν, γιορούλντημα, κάματος, κουρασιά
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024