ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουράζω (ρ.) κουράζω [kuˈrazo] Αραβαν., Σινασσ. κουράζου [kuˈrazu] Γούρδ., Σίλ. Παρατατ. κουραζινόσκα [kuraziˈnoska] Σίλ. Παθ. κουράζουμαι [kuˈrazume] Γούρδ. κουράζουμου [kuˈrazumu] Σίλ. Παρατατ. κουραζουνόνdζ̑ισκα [kurazuˈnondʒiska] Σίλ. Αόρ. κουράστα [kuˈrasta] Αραβαν., Γούρδ., Τσουχούρ. Από το μεσν. ρ. κουράζω.
1. Κουράζω ό.π.τ. : Πολύ μου κούρασε (Πολύ με κούρασε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Το ανέβασμα τ' και κατέβασμα τ' κουράζ' σε (Το ανέβασμα και το κατέβασμά του (ενν. του ψηλού σπιτιού) σε κουράζει) Γούρδ. -Καράμπ. Πολύ κουράζουμου αυτσή τση ζουλειά (Πολύ κουράζομαι με αυτή την δουλειά) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Χάρε ερ να πουγιουρτείς αν τσ̑οτσ̑ούχι να ποίτσει αν έργου, να σα ειπεί 'γω κουράστα (Σήμερα αν φωνάξεις ένα παιδί να κάνει μιά δουλειά, θα σου πει: «Εγώ κουράστηκα") Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. γιορντίζω, λιγώνω, πεστανίσκω
2. Βασανίζω, ταλαιπωρώ Σίλ. Συνών. σουρουντουρντίζω, τζιγαρίζομαι :1, τσαστεύω, τυραννίζω