κουράζω
(ρ.)
κουράζω
[kuˈrazo]
Αραβαν., Σινασσ.
κουράζου
[kuˈrazu]
Γούρδ., Σίλ.
Παρατατ.
κουραζινόσκα
[kuraziˈnoska]
Σίλ.
Παθ.
κουράζουμαι
[kuˈrazume]
Γούρδ.
κουράζουμου
[kuˈrazumu]
Σίλ.
Παρατατ.
κουραζουνόνdζ̑ισκα
[kurazuˈnondʒiska]
Σίλ.
Αόρ.
κουράστα
[kuˈrasta]
Αραβαν., Γούρδ., Τσουχούρ.
Από το μεσν. ρ. κουράζω.
1. Κουράζω
ό.π.τ.
:
Πολύ μου κούρασε
(Πολύ με κούρασε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Το ανέβασμα τ' και κατέβασμα τ' κουράζ' σε
(Το ανέβασμα και το κατέβασμά του (ενν. του ψηλού σπιτιού) σε κουράζει)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Πολύ κουράζουμου αυτσή τση ζουλειά
(Πολύ κουράζομαι με αυτή την δουλειά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Χάρε ερ να πουγιουρτείς αν τσ̑οτσ̑ούχι να ποίτσει αν έργου, να σα ειπεί 'γω κουράστα
(Σήμερα αν φωνάξεις ένα παιδί να κάνει μιά δουλειά, θα σου πει: «Εγώ κουράστηκα")
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
γιορντίζω, λιγώνω, πεστανίσκω