κουντουρούδι
(ουσ. ουδ.)
κουνdουρούδ'
[kunduˈruð]
Σινασσ.
Από το μεσν. επίθ. κόντουρος = που έχει κομμένη ουρά, κοντός, και το παραγωγ. επίθ. -%iούδι. %
Πβ.
Κούντουρος
Πρόβατο μονοετές.