ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουντούζης (επίθ.) qουτούσ̑' [quˈtuʃ] Μαλακ. γκουdούζ [guˈduz] Δίλ. γουτούζης [ɣuˈtuzis] Φάρασ. γουτούζι [ɣuˈtuzi] Φάρασ. γουdούζ̑' [ɣuˈduʒ] Αραβαν. γουdούσ' [ɣuˈdus] Ανακ. Από το τουρκ. ουσ. kuduz, όπου και διαλεκτ. τύπ. guduz, kutuz = α) λύσσα, υδροφοβία β) ως επίθ., λυσσασμένος. Η λ. με τον τύπ. κουτούζης = λυσσασμένος Λιβύσσ. κ.α. Πβ. κουντουρντίζω
1. Η ασθένεια της λύσσας Ανακ., Δίλ.
2. Ως επίθ., λυσσασμένος Αραβαν., Μαλακ., Φάρασ. : qουτούσ̑' σκυλί (Λυσσασμένο σκυλί) Μαλακ. -Τζιούτζ. Έδατσ̑ε τσ̑αι του Τζαράπη το ΄ίδι τσ̑αι το βόϊδι· ατότε γροίκ'σαμ’ ντι κι, ήτουν γουτούζης (Δάγκωσε και του Τζαράπη το γίδι και το βόδι· τότε ακούσαμε ότι ήταν λυσσασμένος, ενν. ο σκύλος) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Σον το γουdούζ̑' το σ̑κυλί μη ντάκνεις (Σαν το λυσσασμένο σκυλί μη δαγκώνεις˙ για κακότροπους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ανdί γουτούζι στσ̑υλί μη δάκνεις (Σαν λυσσασμένο σκυλί μη δαγκώνεις˙ το ίδιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Σο γουτούζι το στσ̑υλί θάλι τσ̑ο κοντάνε (Στο λυσσασμένο το σκυλί δεν πετάνε πέτρα˙ είναι επικίνδυνο να εκνευρίζει κανείς ευερέθιστους ανθρώπους) Φάρασ. -Κελεκ. Συνών. αζγούνης, λυσσιάρης