κουντούζης
(επίθ.)
qουτούσ̑'
[quˈtuʃ]
Μαλακ.
γκουdούζ
[guˈduz]
Δίλ.
γουτούζης
[ɣuˈtuzis]
Φάρασ.
γουτούζι
[ɣuˈtuzi]
Φάρασ.
γουdούζ̑'
[ɣuˈduʒ]
Αραβαν.
γουdούσ'
[ɣuˈdus]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. kuduz, όπου και διαλεκτ. τύπ. guduz, kutuz = α) λύσσα, υδροφοβία β) ως επίθ., λυσσασμένος. Η λ. με τον τύπ. κουτούζης = λυσσασμένος Λιβύσσ. κ.α.
Πβ.
κουντουρντίζω
1. Η ασθένεια της λύσσας
Ανακ., Δίλ.
2. Ως επίθ., λυσσασμένος
Αραβαν., Μαλακ., Φάρασ.
:
qουτούσ̑' σκυλί
(Λυσσασμένο σκυλί)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Έδατσ̑ε τσ̑αι του Τζαράπη το ΄ίδι τσ̑αι το βόϊδι· ατότε γροίκ'σαμ’ ντι κι, ήτουν γουτούζης
(Δάγκωσε και του Τζαράπη το γίδι και το βόδι· τότε ακούσαμε ότι ήταν λυσσασμένος, ενν. ο σκύλος)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Σον το γουdούζ̑' το σ̑κυλί μη ντάκνεις
(Σαν το λυσσασμένο σκυλί μη δαγκώνεις˙ για κακότροπους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ανdί γουτούζι στσ̑υλί μη δάκνεις
(Σαν λυσσασμένο σκυλί μη δαγκώνεις˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Σο γουτούζι το στσ̑υλί θάλι τσ̑ο κοντάνε
(Στο λυσσασμένο το σκυλί δεν πετάνε πέτρα˙ είναι επικίνδυνο να εκνευρίζει κανείς ευερέθιστους ανθρώπους)
Φάρασ.
-Κελεκ.
Συνών.
αζγούνης, λυσσιάρης