ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουντάκι (ουσ. ουδ.) κονdάχ' [konˈdax] Αραβ. γκουνdάκ' [gunˈdak] Φλογ. γουντάκ' [ɣunʹdak] Τροχ. γονdάχ̇ι [ɣonˈdaxi] Φάρασ. γουντ͑άχ̇ι [ɣunˈtʰaxi] Φάρασ. γουνdάχ' [ɣunˈdax] Αξ., Μισθ., Σίλατ. κοdούχ' [koʹdux] Αραβ. Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. kundak = α) κοντάκι όπλου, β) φασκιά, δέσμη, όπου και διαλεκτ. τύπ. kundah, gundah , το οπ. από το μεσν. ουσ. κοντάκιν = ειλητάριο (< μεταγν. κοντάκιον).
1. Υποκόπανος, κοντάκι όπλου Φάρασ.
2. Φασκιά Αραβ., Φάρασ. : Κάνισκαμ’ το κονdάχ’ με το ελμπεϊσί (Το φασκιώναμε με την φασκιά) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ164 Aλάτιζάν το το παιdί, φορώνισκάν το μετ', ένα γελέ, τα πανιά τ' κάνισκαμ' το κοdούχ (Το παιδί το αλάτιζαν, του φόραγαν ένα πουκάμισο, ένα ζιπούνι, τα πανιά του τα κάναμε φασκιές) Αραβ. -Νίγδελ.Αραβ. Συνών. ζωνάρι, μπαγουλντάχ, φαρσί, φασκιά
3. Είδος μικρής κούνιας για μωρό Φάρασ. Συνών. νανούδι, σείστρο
4. Κλειδαριά Μισθ., Τροχ., Φλογ. : Παιδιού μάνα παίρνει έν γουντάκ', κλειών’ το και βάλλ’ σ’ παιδιού το τσόπλια (Η μάνα του παλληκαριού παίρνει μιά κλειδαριά, την κλειδώνει και την βάζει στην τσέπη του· αποτροπαϊκή μαγεία κατά του "δεσίματος») Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Έπαρ' ντου αναχτήρ' τσ̑ι τσάτα ντου γουντάχ' (Πάρε το κλειδί και κλείδωσε την κλειδαριά) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Γουνταχιού τυρπί (η τρύπα της κλειδαριάς˙ κλειδαρότρυπα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. κλειδί, κοράκι