ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φασκιά (ουσ. θηλ.) φάσκα [ˈfaska] Σίλ., Τελμ. Από το μεταγν. ουσ. φασκία (< λατιν. fascia). Βλ. και τουρκ. faska = φασκιά, ως δάν. από την ελλ.
Φασκιά ό.π.τ. : Φέρ' τση φάσκαν ντου (Φέρε την φασκιά του) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σου μικρού ση φάσκα βάλουν σεκέρια (Στου μικρού την φασκιά βάζουν γλυκά (ώστε να τα βρει το μεγαλύτερο παιδί και να πάψει να ζηλεύει το μικρότερο) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. ζωνάρι, κουντάκι, μπαγουλντάχ, φαρσί