ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φαρχόκκα (ουσ. ουδ.,πληθ.) φαρχόκ-κα [farʹxokka] Φάρασ. Πιθ. υποκορ. του αρχ. ουσ. ἀπαρχαί = παραδοσιακή εορτή με προσφορά των πρώτων καρπών του φθινοπώρου
Παραδοσιακή εορτή των αρχών του φθινοπώρου, μετά τον τρύγο : Έρχουντι τα Φαρχόκκα, αν dα υρέψουν τα τσ̑οτσ̑ούχα μας (Έρχεται η γιορτή των Φαρχόκκων, θα τα ζητήσουν τα παιδιά μας, ενν. τα κουλούρια) Φάρασ. -Ιορδαν.