φαρχόκκα
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
φαρχόκ-κα
[farʹxokka]
Φάρασ.
Πιθ. υποκορ. του αρχ. ουσ. ἀπαρχαί = παραδοσιακή εορτή με προσφορά των πρώτων καρπών του φθινοπώρου
Παραδοσιακή εορτή των αρχών του φθινοπώρου, μετά τον τρύγο
:
Έρχουντι τα Φαρχόκκα, αν dα υρέψουν τα τσ̑οτσ̑ούχα μας
(Έρχεται η γιορτή των Φαρχόκκων, θα τα ζητήσουν τα παιδιά μας, ενν. τα κουλούρια)
Φάρασ.
-Ιορδαν.