ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φαρλαντίζω (ρ. απρόσ.) φαρλαdι̂́ζ̑ω [farla'dɯzo] Αξ. φαρλατίζω [farla'tizo] Μαλακ. Aπό το τουρκ. διαλεκτ. ρ. farlamak = φτερουγίζω, φουντώνω (Μαυροχαλυβίδης & Κεσίσογλου 1960: 142, THADS, λ. farlamak Ι, ΙΙ).
1. Χτυπά δυνατά η καρδιά Αξ.
2. Τρέμω Μαλακ. : || Ασμ. Φαρλάτισαν τα γόνατά μ'
και τρόμαξεν καρδούλα μ'
(Έτρεμαν τα γόνατά μου
και τρόμαξε η καρδούλα μου)
Μαλακ. -ΚΜΣ-Τραγ.