Φαρασαλής
(ουσ. αρσ.)
Φαρασ̑αλής
[faraʃaˈlis]
Φάρασ.
Από το τοπων. Φάρασα και το παραγωγ. επίθμ. -λής.
Φαρασιώτης
Συνών.
Βαρασιώτης