φανερώνω
(ρ.)
φανερώνω
[faneˈrono]
Φλογ.
φανερώνου
[faneˈronu]
Μισθ.
Από το μεσν. ρ. φανερώνω, το οποίο από το αρχ. ρ. φανερόω -ῶ.
Φανερώνω
:
Ετά φανερών'νε ετά τα έργατα
(Αυτά φανέρωσαν αυτές οι πράξεις)
Φλογ.
-Dawk.
Συνών.
μπιλντιρντίζω