φαλτσής
(ουσ. αρσ.)
φαλτζ̑ής
[falˈdʒis]
Μαλακ.
φαλτσ̑ής
[falˈtʃis]
Φάρασ.
Πληθ.
φαλτζ̑ήδοι
[falˈdʒiði]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. falcı = μάντης.
1. Μάντης
ό.π.τ.
2. Μτφ., δόλιος
Συνών.
δόλιος, μουναφίκ :1, πονηρός, τσιφτελού :3