τσιφτελού
(επίθ.)
τσιφτελού
[tsifte'lu]
Μισθ., Σινασσ.
τσ̑ιφτελού
[tʃifte'lu]
Μαλακ.
τσιφταλού
[tsifta'lu]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. çifteli = α) άτυχος β) κακοπροαίρετος γ) δόλιος, επίβουλος δ) ως ουσ., κλωτσιά αλόγου.
1. Ανήσυχος, ευέξαπτος, ειδικά για ζώα
Μισθ.
:
Μέτορ γαϊδούρ' τσιφτελού 'ναι για, δώκεν ένα τεπίκι, λάχεν το μάνα μ’ τζαχ στο καργιά τ’
(Το δικό μας γαϊδούρι είναι ευερέθιστο καλέ, έδωσε μιά κλωτσιά, πέτυχε τη μάνα μου ακριβώς στην κοιλιά)
Μισθ.
-Pernot.Gall.
2. Ανόητος, τρελός
Σινασσ.