ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαζλούμης (επίθ.) μαζλούμ’ [maˈzlum] Μισθ., Φάρασ. Θηλ. μαζλούμτ͑σα [maˈzlumtʰsa] Φάρασ. Ουδ. μαζλούμι [maˈzlumi] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. mazlum. Ο τύπ. του θηλ. με παραγωγ. επίθμ. -ισσα.
Ήπιος, ήρεμος, ήσυχος, φρόνιμος ό.π.τ. : Μαζλούμ' ιντσ̑άνους (Ήσυχος άνθρωπος) Μισθ. Τατιαρώ ντου φσ̑άχ’ μαζλούμ' ’νι, τεμέαρ αζγι̂́ν ’νι (Το δικό τους παιδί είναι ήσυχο, το δικό μας είναι ατίθασο) Μισθ. -Μακρ. Τους κελέσι μαζλούμι ένι! (Πόσο καλό και ήσυχο είναι! ενν. το γαϊδούρι) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Ήτουνι κουζέλι, μαζλούμι τσαι πολύ τσαλισχάνους (Ήτανε όμορφη, ήσυχη και πολύ εργατική) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. μιλαγίμ, χαλίμ