μαζλούμης
(επίθ.)
μαζλούμ’
[maˈzlum]
Μισθ., Φάρασ.
Θηλ.
μαζλούμτ͑σα
[maˈzlumtʰsa]
Φάρασ.
Ουδ.
μαζλούμι
[maˈzlumi]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. mazlum. Ο τύπ. του θηλ. με παραγωγ. επίθμ. -ισσα.
Ήπιος, ήρεμος, ήσυχος, φρόνιμος
ό.π.τ.
:
Μαζλούμ' ιντσ̑άνους
(Ήσυχος άνθρωπος)
Μισθ.
Τατιαρώ ντου φσ̑άχ’ μαζλούμ' ’νι, τεμέαρ αζγι̂́ν ’νι
(Το δικό τους παιδί είναι ήσυχο, το δικό μας είναι ατίθασο)
Μισθ.
-Μακρ.
Τους κελέσι μαζλούμι ένι!
(Πόσο καλό και ήσυχο είναι! ενν. το γαϊδούρι)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Ήτουνι κουζέλι, μαζλούμι τσαι πολύ τσαλισχάνους
(Ήτανε όμορφη, ήσυχη και πολύ εργατική)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
μιλαγίμ, χαλίμ