ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαϊμούνι (ουσ. ουδ.) μαϊμούνι [maiˈmuni] Σίλ., Φάρασ. μαϊμούν' [maiˈmun] Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ. Αρσ. μαϊμούνης [maiˈmunis] Αραβαν., Γούρδ. Πληθ. μαϊμούνια [maiˈmuɲa] Σίλατ. μαϊμόν' [maiˈmon] Μισθ. Από το τουρκ. maymun = μαϊμού (< αραβ māymūn). Πβ. και νεότ. ουσ. μαμούνα (Λεξ. Κριαρ., λ. μούνα). Η λ. και Πόντ.
Μαϊμού, πίθηκος ό.π.τ. : Έναζ ήφ’ρι ένα μαϊμούνι (Ένας έφερε μιά μαϊμού) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ένα μαϊμούν’ με γέλασεν (Μιά μαϊμού με έκανε και γέλασα) Σίλατ. -Dawk. Ήρτι ένα γιούφτης μ' ένα μαϊμόν', κλώιξι 'ς χωριού ντα μαχαλάια (Ήρθε ένας γύφτος με μιά μαϊμού, τριγύρναγε στις γειτονιές του χωριού) Μισθ. -Μακρ. Ετά τα μαϊμούνια είπαν gι «Ποίκετ’ κι εμάς ασκέρια» (Αυτές οι μαϊμούδες είπαν «Κάντε μας κι εμάς στρατιώτες») Σίλατ. -Dawk. || Φρ. Μαϊμουνιού προτινός (Της μαϊμούς τα μπροστινά, ενν. γεννητικά όργανα˙ ύβρις) Σινασσ. -Βλασ. Συνών. σεμπέκα :1
Συνών. μαϊμούνι