μαϊμούνι
(ουσ. ουδ.)
μαϊμούνι
[maiˈmuni]
Σίλ., Φάρασ.
μαϊμούν'
[maiˈmun]
Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ.
Αρσ.
μαϊμούνης
[maiˈmunis]
Αραβαν., Γούρδ.
Πληθ.
μαϊμούνια
[maiˈmuɲa]
Σίλατ.
μαϊμόν'
[maiˈmon]
Μισθ.
Από το τουρκ. maymun = μαϊμού (< αραβ māymūn). Πβ. και νεότ. ουσ. μαμούνα (Λεξ. Κριαρ., λ. μούνα). Η λ. και Πόντ.
Μαϊμού, πίθηκος
ό.π.τ.
:
Έναζ ήφ’ρι ένα μαϊμούνι
(Ένας έφερε μιά μαϊμού)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ένα μαϊμούν’ με γέλασεν
(Μιά μαϊμού με έκανε και γέλασα)
Σίλατ.
-Dawk.
Ήρτι ένα γιούφτης μ' ένα μαϊμόν', κλώιξι 'ς χωριού ντα μαχαλάια
(Ήρθε ένας γύφτος με μιά μαϊμού, τριγύρναγε στις γειτονιές του χωριού)
Μισθ.
-Μακρ.
Ετά τα μαϊμούνια είπαν gι «Ποίκετ’ κι εμάς ασκέρια»
(Αυτές οι μαϊμούδες είπαν «Κάντε μας κι εμάς στρατιώτες»)
Σίλατ.
-Dawk.
|| Φρ.
Μαϊμουνιού προτινός
(Της μαϊμούς τα μπροστινά, ενν. γεννητικά όργανα˙ ύβρις)
Σινασσ.
-Βλασ.
Συνών.
σεμπέκα :1
Συνών.
μαϊμούνι