μαϊταπτζής
(ουσ. αρσ.)
μαϊταπτζής
[maitaˈpdzis]
Σινασσ.
μαϊταψής
[maitaˈpsis]
Φλογ.
Από το ουσ. μαϊτάπι και το παραγ. επίθμ. -τζής.
Αστείος, χωρατατζής
ό.π.τ.
:
Κειότανε κι ένα Φλοϊτενός που ήτανε μαϊταψής· ιτά Νεφσ̑εϊριώτ' πήαν να το τσ̑ιγιρτίσ'νε
(Ήταν κι ενάς Φλογητινός που ήτανε αστείος· αυτοί οι Νεφσεχιριώτες πήγαν να τον πειράξουν)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
μασαλτζής :2, μουχαμπετλούς, σακατζής, χωρατατζής