ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαϊταπτζής (ουσ. αρσ.) μαϊταπτζής [maitaˈpdzis] Σινασσ. μαϊταψής [maitaˈpsis] Φλογ. Από το ουσ. μαϊτάπι και το παραγ. επίθμ. -τζής.
Αστείος, χωρατατζής ό.π.τ. : Κειότανε κι ένα Φλοϊτενός που ήτανε μαϊταψής· ιτά Νεφσ̑εϊριώτ' πήαν να το τσ̑ιγιρτίσ'νε (Ήταν κι ενάς Φλογητινός που ήτανε αστείος· αυτοί οι Νεφσεχιριώτες πήγαν να τον πειράξουν) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. μασαλτζής :2, μουχαμπετλούς, σακατζής, χωρατατζής