ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαϊτάπι (ουσ. ουδ.) μαϊτάπ' [maitaˈp] Σινασσ. Πληθ. μαϊτάπια [maitaˈpça] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. maytap = βεγγαλικό, όπου οι φρ. meytaba almak, meytap etmek = ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω. Πβ. διαλεκτ. φρ. παίρνω στο μαϊτάπι = ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω (Κύπρ., Μακεδ., Νάξ., Χίος, Αρχείο ΙΛΝΕ).
Ειρωνεία, κοροϊδία, αστεϊσμός : Ε άειντε στο μαϊτάπι σ’ ένα λεμόν’· εσύ αναγέλα τα μαλλιά μ’ (Ε άειντε στο καλό με τις ειρωνείες σου· κορόιδευε εσύ τα μαλλιά μου!) Σινασσ. -Τακαδόπ. Συνών. αναγέλασμα, γέλασμα, ζανάχεμα